σκυφίο

σκυφίο
το / σκυφίον, ΝΑ [σκύφος]
νεοελλ.
ιατρ. το χαρακτηριστικό εξάνθημα τού άχορα, τής κασίδας
αρχ.
1. υποκορ. τού σκύφος
2. το κρανίο, λόγω τού σχήματός του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”